- στίλβωση
- Επεξεργασία της επιφάνειας μερικών μετάλλων για την προστασία τους από τη διαβρωτική ενέργεια της ατμόσφαιρας. Σχηματίζεται έτσι ένα λεπτό στρώμα επιφανειακού οξειδίου ή θειούχου μεταλλικού χρώματος γενικά σκούρου. Στιλβώνονται αίφνης τα μπουλόνια, ορισμένα μέρη μηχανημάτων, οι κάννες των όπλων κλπ. Με την επεξεργασία αυτή, τα χαλύβδινα αντικείμενα αποκτούν αποχρώσεις από το κίτρινο έως το κυανό.
Στίλβωση. Παλαιό κηροπήγιο αστίλβωτο (αριστερά) και το ίδιο, έπειτα από τη στίλβωσή του.
* * *η / στίλβωσις, -εως, ΝΜΑ [στιλβῶ, -ώνω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στιλβώνω, στίλβωμα, γυάλισμα, λουστράρισμανεοελλ.1. τελική φάση επεξεργασίας ορισμένων μεταλλικών, ξύλινων ή άλλων επιφανειών, κατά την οποία με κατάλληλες μεθόδους και με κατάλληλα μέσα προσδίδεται σε αυτές λεία και στιλπνή όψη, βελτιώνεται η εξωτερική τους εμφάνιση, αυξάνονται οι αντιδιαβρωτικές τους ικανότητες και η αντοχή2. ιατρ. λείανση και γυάλισμα τής επιφάνειας τών δοντιών ύστερα από αφαίρεση τών μικροβιακών πλακών3.φρ. «ηλεκτρολυτική στίλβωση» — απόθεση ενός λεπτού στρώματος μη οξειδούμενου μετάλλου πάνω στην επιφάνεια που πρόκειται να στιλβωθείμσν.αναλαμπή («στίλβωσιν ἐξέπεμψεν», Πισίδ.).
Dictionary of Greek. 2013.